- εὔβοτον
- εὔβοτοςabounding in pasturemasc/fem acc sgεὔβοτοςabounding in pastureneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερείδω — (Α ἐρείδω) στηρίζω, ακουμπώ, υποστηρίζω νεοελλ. 1. κωπηλατώ με όλη μου τη δύναμη 2. ναυτ. φρ. έρειδε παράγγελμα που δίνεται στους κωπηλάτες τής πολεμικής λέμβου 3. (μέσ. και παθ.) ερείδομαι στηρίζομαι, βασίζομαι, έχω πεποίθηση («ερείδομαι στη… … Dictionary of Greek
εύβοτος — εὔβοτος, ον (Α) 1. (για περιοχή) αυτός που έχει άφθονη και καλή βοσκή («τοῑς ζῴοις πᾱσιν εὔβοτον», Πλάτ.) 2. ευτραφής, καλοθρεμμένος («εὔβοτος ἀμνός», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βοτος (< βόσκω), πρβλ. αιγί βοτος, βού βοτος] … Dictionary of Greek